ποριστικός

ποριστικός
η , ό[ν] могущий достать, добыть (что-л.), умеющий обеспечить (чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ποριστικός" в других словарях:

  • ποριστικός — able to supply masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικός — ή, ό / ποριστικός, ή, όν, ΝΑ [πορίζω] 1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.) 2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων …   Dictionary of Greek

  • ποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πορισμό ή είναι χρήσιμος για πορισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποριστικῶν — ποριστικός able to supply fem gen pl ποριστικός able to supply masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικόν — ποριστικός able to supply masc acc sg ποριστικός able to supply neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικαῖς — ποριστικός able to supply fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικαί — ποριστικός able to supply fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικοί — ποριστικός able to supply masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικούς — ποριστικός able to supply masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστικῇ — ποριστικός able to supply fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστική — ποριστικός able to supply fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»